απόστημα, το
abscess, (pl. abscesses)
Ερμηνεία:
Περιγεγραμμένη , εντοπισμένη συλλογή πύου ενός ιστού που φλεγμαίνει, σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος και συνοδεύεται από πόνο, οίδημα , ερυθρότητα και συχνά πυρετό. Ο χειρουργός αποφάσισε να ανοίξει το απόστημα, the surgeon decided to lance the abscess.
Ετυμολογία:
[abscedo (L.) αποχωρώ (to go off; retire), αναχωρώ (to go away) , απαλάττομαι, αφίσταμαι < abscessus (L.) αποχώρησις, απόστασις, απουσία, απόστημα, είδος οιδήματος, (a going away; gathering of humors]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παθολογική Ανατομική:
|